-
1 выбор
выбор м 1) η εκλογή· у меня не было \выбора δεν μπορούσα διαφορετικά 2) (товаров и т. п.) η συλλογή в большом \выборе σε μεγάλη συλλογή 3) (отбор) το διάλεγμα на \выбор κατ' εκλογή* * *м1) η εκλογήу меня́ не́ было вы́бора — δεν μπορούσα διαφορετικά
2) (товаров и т. п.) η συλλογήв большо́м вы́боре — σε μεγάλη συλλογή
3) ( отбор) το διάλεγμαна вы́бор — κατ'εκλογή
-
2 выбор
выборм1. ἡ ἐκλογἡ:неудачный \выбор κακή ἐκλογή· сделать \выбор διαλέγω, ἐκλέγω· \выбор пал на него σ'αὐτόν ἐπεσε ὁ κλήρος· у меня не было \выбора δέν μπορούσα νά κάνω διαφορετικἄ2. (ассортимент) ἡ συλλογή:большой \выбор товаров ἡ μεγάλη συλλογή ἐμπορευμάτων ◊ на \выбор κατ' ἐκλογήν.
См. также в других словарях:
αλλιώς — και αλλιώτικα επίρρ. τροπ. 1. διαφορετικά: Δυστυχώς δεν μπορούσα να κάμω αλλιώτικα. 2. ειδάλλως, ειδεμή: Να μου πληρώσεις το χρέος σου, αλλιώς θα πάω στο δικαστήριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)